- δευτεροβόλος
- δευτεροβόλος, -ον (Α)(για ζώα) αυτός που για δεύτερη φορά αλλάζει τα δόντια του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτεροβόλον — δευτεροβόλος shedding the teeth a second time masc/fem acc sg δευτεροβόλος shedding the teeth a second time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεροβόλοις — δευτεροβόλος shedding the teeth a second time masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεροβόλους — δευτεροβόλος shedding the teeth a second time masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek